Για να ενημερώνεστε καθημερινά για τα νέα της Δάφνης-Υμηττού, γραφτείτε στις σελίδες μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: Facebook, Facebook Group, Instagram, Twitter.


Τα σχέδια για την ΠΥΡΚΑΛ και το «δικαίωμα στην πόλη»

 


Της Χρυσούλας Μητσοπούλου στην Εφημερίδα των Συντακτών

Τα σχέδια της κυβέρνησης για την ΠΥΡΚΑΛ είναι οπωσδήποτε κακά μαντάτα, κατ' αρχάς για τους κατοίκους του δήμου Δάφνης-Υμηττού, όπου βρίσκεται ο χώρος των 170 στρεμμάτων του παλιού καλυκοποιείου, τους κατοίκους που χρόνιο αίτημά τους ήταν να μετατραπεί ο χώρος σε πάρκο. 

Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση, όπως ανακοινώθηκε αιφνιδιαστικά στις αρχές του Απρίλη, σχεδιάζει τη μεταφορά εδώ 9 υπουργείων και κάποιων υπηρεσιών, κάνοντας λόγο για τη δημιουργία «διοικητικού πάρκου». Και αντιλαμβάνεται κανείς την κρίσιμη σημασία μιας τέτοιας προοπτικής για την ευρύτερη ζώνη της νότιας Αθήνας, αν σκεφτεί τις εξελίξεις στο Ελληνικό, όπου, αντί για πάρκο, όπως έλεγαν οι παλιές υποσχέσεις, ο χώρος του πρώην αεροδρομίου έχει πλέον παραδοθεί στις λουξ κατασκευές και στις μπίζνες.

Κοντολογίς, για τα μεν νότια προάστια ευρύτερα, χάνεται για δεύτερη φορά η ευκαιρία να συσταθεί ένας πολύτιμος πνεύμονας πρασίνου. Για τον δε δήμο Δάφνης-Υμηττού, ειδικότερα, «κερδίζονται» μπόλικα προβλήματα: από την κυκλοφοριακή επιβάρυνση ως τις διαφαινόμενες πολεοδομικές αλλαγές σε μια περιοχή μάλιστα όπως ο Υμηττός που ξεχωρίζει θετικά μέσα στην Αθήνα για τον χαμηλό της συντελεστή δόμησης. 

Αυτά έχουν σημειωθεί αρκετά και καλώς, αλλά θεωρώ ότι μένουν κάπως στην «κορφή του παγόβουνου», όπως λέμε. Θα ήθελα εδώ να θίξω ορισμένες γενικότερες και βαθύτερες διαστάσεις του ζητήματος, κατά το ότι αφορούν το σύνολο της πόλης της Αθήνας και, ταυτόχρονα, μας πάνε πιο πέρα από το χιλιοειδωμένο και χιλιοειπωμένο «τσιμέντο να γίνει» και οι εργολάβοι να δουλεύουν, αντί για πράσινο και «ελεύθερους χώρους». 

Πράγματι, θεωρώ ότι το τι διακυβεύεται σήμερα γύρω από την ΠΥΡΚΑΛ δεν αφορά τίποτα λιγότερο από τον εκφυλισμό του φαινομένου της πόλης εν συνόλω, όπως τον κατέγραφε εδώ και εξήντα περίπου χρόνια ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές της πόλης, και του χώρου ευρύτερα, ο Ανρί Λεφέβρ. 

Ο Λεφέβρ έβλεπε την πόλη ως μια «θαυμαστή κοινωνική μορφή, το κατεξοχήν έργο της πράξης και του πολιτισμού». Με άλλα λόγια, γι’ αυτόν η πόλη υπήρξε ταυτόχρονα χωρικό λίκνο αλλά και αποτύπωμα αυτού που ονομάζουμε «πολιτισμός» –και βεβαίως εδώ, θα παρατηρούσαμε, η γλώσσα μας μας βοηθάει να δούμε τις λογικές συνδέσεις. Αλλά η ανάλυσή του είχε ως βασικό σκοπό της να αναδείξει την υπονόμευση, οριακά το τέλος, αυτού του έργου, ως συνέπεια της διαδικασίας του κατατεμαχισμού και παράλληλα της ομογενοποίησης του χώρου, δηλαδή των αναπόφευκτων και αλληλένδετων συνιστωσών της εμπορευματοποίησής του, η οποία σφραγίζει τον νεο-καπιταλισμό. 


Αυτή η διττή διαδικασία για τον Λεφέβρ έχει πολλές απολήξεις ως προς την εκφυλιστική μεταμόρφωση του αστικού φαινομένου, αλλά εδώ θα μείνω σε δυο, αλληλένδετες πάλι για τον ίδιον, εξ αυτών: αφενός την τάση να τεμαχιστεί η πόλη σε περιοχές με εξειδικευμένες λειτουργίες, χωριστές η μια από την άλλη, και αφετέρου τον μαρασμό του κέντρου της.

Και θα μείνω σε αυτές, γιατί νομίζω ότι προβάλλουν ανάγλυφα (και) μέσα από τα σχέδια που αφορούν την ΠΥΡΚΑΛ. 


Ο λόγος περί δημιουργίας ενός «διοικητικού πάρκου» στην περιοχή της Δάφνης-Υμηττού, δεν είναι μόνο ένας ευφημισμός, που παράλληλα συγκαλύπτει την όλο και φθίνουσα μέριμνα για πάρκα-σκέτο. Και η προοπτική υλοποίησης αυτού του σχεδίου δεν είναι θέμα μόνο όρθωσης ενός γιγάντιου τσιμεντώνα στην περιοχή, που επιπλέον εκ της λειτουργίας του πρέπει να περιφρουρείται παντοιοτρόπως, επιβαρύνοντας παράλληλα ποικιλοτρόπως τον χώρο και τη ζωή των κατοίκων. Η προοπτική δίνει πάνω απ’ όλα έναυσμα για τη διερώτηση: πού οδηγεί τις πόλεις μας τελικά αυτή η δημιουργία «πάρκων» που έχουν μπροστά τους ένα επίθετο προσδιοριστικό μιας ορισμένης λειτουργίας; Τα πανεπιστημιακά πάρκα, τα λεγόμενα «κάμπους» τα έχουμε πια χωνέψει από καιρό. Έχουμε επίσης άτυπα διασκεδασουπόλεις, καταναλωσουπόλεις, και τώρα πάμε για «υπουργειούπολη». 

Για τον Λεφέβρ αυτή η τάση, η τάση που πολύ εύστοχα την βλέπει ως δημιουργία «γκέτο στον χώρο και στον χρόνο», ενώ οδηγεί, όπως είπα, σαφώς στον εκφυλισμό της ιδέας και της πραγματικότητας της πόλης, σημαίνει παράλληλα μεγαλύτερη ομοιομορφία στον χώρο αλλά και στις ζωές μας. Σημαίνει αδυναμία να αλληλο-αναγνωριστούν και να αλληλο-νοηματοδοτηθούν οι διάφορες όψεις της ζωής μας. Σημαίνει τελικά το φιξάρισμα μιας καθημερινότητας αποσυναρμολογημένης σε κουτάκια στα οποία αντιστοιχούν εκ των προτέρων ορισμένοι χώροι και χρόνοι, και γι’αυτό ακριβώς μονότονης και εκκενωμένης από νόημα. 

Η άλλη πλευρά όλων αυτών γράφεται, κατά τον ίδιον, όπως είπα, στον μαρασμό του «κέντρου». Οι αρχαίοι πυρήνες, όπως λέει, των ιστορικών πόλεων, αυτό που πλέον κάνουν είναι να καλύπτουν ένα κράμα ανάγκης για καταναλωτική ψυχαγωγία και μαζί για «κατανάλωση τόπου», ενορχηστρωνόμενη φυσικά από την αντίστοιχη τουριστική βιομηχανία. Αυτό σημαίνει ότι, πιο πολύ και από το ότι γίνονται τόποι κατανάλωσης με την κλασική και πιο στενή έννοια, δηλαδή εκεί πυκνώνει το εμπόριο με τα πολυτελή καταστήματα, οι πυρήνες αυτοί ως τόποι μουμιοποιούνται, μουσειοποιούνται. Μοιάζουν, θα λέγαμε, οι ίδιοι οι τόποι τους σαν καταστήματα που το βασικό τους πολυτελές εμπόρευμα είναι η εικόνα του πώς ήταν, και δεν μπορεί πια να είναι, η αστική πραγματικότητα. 

Αυτό, νομίζω, θα ήταν μια πολύ καλή περιγραφή του κυβερνητικού οράματος για το λεγόμενο «ιστορικό κέντρο» της Αθήνας, της πίσω όψης των σχεδίων για την ΠΥΡΚΑΛ: ένα κέντρο παραδομένο στα airbnb και στους τουρίστες, ένα κέντρο με το οποίο οι Αθηναίοι θα αναπτύξουν μια σχέση ανάλογη με αυτή των Παριζιάνων από τα προάστια που έλεγε ο Λεφέβρ ότι κατεβαίνουν με τον προαστιακό στο κέντρο του Παρισιού σαν σε ένα «Παλμ-μπιτς των φτωχών». Πίσω από την ΠΥΡΚΑΛ ως «διοικητικό πάρκο», λοιπόν, τα Εξάρχεια και η Πλάκα ως ένα, πλην μη κατονομαζόμενο ως τέτοιο, «τουριστικό πάρκο». 

Έτσι, οι ξένοι και οι ντόπιοι -ανάμεσά τους και οι ίδιοι Αθηναίοι- τουρίστες θα μπορούν να βγάζουν ανενόχλητοι σέλφι, μεταξύ άλλων, στην αρχαία αγορά: τον χώρο όπου βρίσκεται το βασικό απομεινάρι της αρχαιοελληνικής ιδέας και πραγματικότητας της πόλης, δηλαδή της πόλης που υπήρξε ένα ορόσημο στην ιστορία του αστικού φαινομένου εν γένει. 

Για να επιβεβαιωθεί, παρεμπιπτόντως, και εδώ για πολλοστή φορά πόσο ρηχή και ψευδεπίγραφη είναι η παραδοσιακή και κυρίαρχη επίκληση των «αρχαίων ημών προγόνων» και του «κλέους» τους, στην οποία εξάλλου επιδίδονται κυβερνητικά στελέχη με προεξάρχοντα ασφαλώς τον Αδωνη. Αν θέλαμε να το τιμήσουμε αυτό το κλέος, θα έπρεπε, ειδικά στον τόπο όπου γεννήθηκε η ίδια η λέξη «αγορά» για το κέντρο του «άστεως» -η λέξη αυτή που προέρχεται από το ρήμα «αγείρω», δηλαδή «συγκεντρώνω»- να μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα το δίκιο του Λεφέβρ όταν έλεγε ότι η συγκέντρωση, η «κεντρικότητα», δηλαδή εν τέλει η συνάντηση, η αλληλοδιείσδυση των χρήσεων και λειτουργιών, μαζί ασφαλώς και της διοικητικής, είναι ακριβώς η πεμπτουσία του αστικού φαινομένου. 

Για να το πω αλλιώς: το υλικό απομεινάρι της αρχαίας αθηναϊκής αγοράς είναι μια απτή υπόμνηση του τι ήταν κάποτε το κέντρο της Αθήνας σε αντιδιαστολή με το πώς το οραματίζονται αυτοί που είναι οι καλύτεροι πολιτικοί εκφραστές των κοινωνικών δυνάμεων οι οποίες απεργάζονται την άνευ όρων και ορίων επέκταση της ανταλλακτικής αξίας: των δυνάμεων που ιστορικά κυριάρχησαν στην πραγματικότητα, και αυτό βεβαίως δεν είναι διόλου άσχετο από το ότι η λέξη που δήλωνε το κέντρο της πόλης στην αρχαιότητα εξέπεσε στο να συνδέεται με το «αγοράζω», ενώ από αυτή κάποτε παραγόταν το «αγορεύω». 

Ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ, ένας από τους επιφανέστερους μελετητές-συνεχιστές της σκέψης του Λεφέβρ σήμερα, σημειώνει: «Το ζήτημα του ποια πόλη θέλουμε δεν μπορεί να διαχωριστεί από το ζήτημα του τι είδους άνθρωποι θέλουμε να είμαστε, τι είδους κοινωνικές σχέσεις αναζητούμε, τι σχέσεις με τη φύση φροντίζουμε να έχουμε, τι τρόπο καθημερινής ζωής επιθυμούμε, τι είδους τεχνολογίες κρίνουμε κατάλληλες, τι αισθητικές αξίες έχουμε». Θα έλεγα ότι για τον Λεφέβρ, όχι μόνο δεν μπορούν να διαχωριστούν, αλλά το ποια πόλη θέλουμε, τι ιδέα έχουμε για την πόλη και σε ποιες πόλεις ζούμε, είναι αυτό που κυρίως δείχνει πώς απαντάμε και στα άλλα ερωτήματα. Γι’ αυτό και ο ίδιος έφτασε να συνοψίζει το πρόταγμα για μια ριζικά διαφορετική κοινωνία στην ιδέα της καθολικής υπεράσπισης του «δικαιώματος στην πόλη» -μιας φράσης που έγινε σύνθημα για κινήματα αλλά μπήκε και στον επίσημο λόγο θεσμών. 

Αλλά αυτό, όπως προσπάθησα να πω πιο πάνω, δεν είναι κάτι που παίζεται μόνο απλώς και μόνο στην αναλογία τσιμέντου –πράσινου μέσα στις πόλεις, ή ύπαρξης αυτού που λέμε «ελεύθεροι χώροι». Παίζεται κυρίως σε ένα λιγότερο ορατό επίπεδο, και γι’αυτό πιο δύσκολο να τραβήξει την κριτική προσοχή. Η αναγκαιότητα όμως αυτής της τελευταίας είναι πιο επιτακτική από ποτέ, ακριβώς γιατί το «δικαίωμα στην πόλη» σήμερα απειλείται με πιο ύπουλους και περίτεχνους τρόπους από την εποχή, ας πούμε, της μεταμόρφωσης του Παρισιού από τον βαρόνο Οσμάν, της οποίας στόχος ήταν η εκδίωξη των εργατών από το κέντρο του και η διασφάλιση από λαϊκές εξεγέρσεις. Μέρος αυτών των πιο περίτεχνων τρόπων είναι να εκφυλίζεται η ίδια η ιδέα του κέντρου, μέσα από την ταύτισή της με μια αποστειρωμένη και αποστειρωτική τουριστική λειτουργία, ενώ παράλληλα οι διάφορες λειτουργίες που κάποτε τη ζωογονούσαν κλείνονται σε προκαθορισμένα, αποστειρωμένα από προσμείξεις «πάρκα». 

Αυτό είναι κυρίως που παίζεται σήμερα -και παίζεται, θεωρώ, και γύρω από τα σχέδια που αφορούν την ΠΥΡΚΑΛ. 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια