Είναι απόγευμα καθημερινής και ο τόπος βράζει στη Δάφνη. Το άρωμα της συνοικίας με αρπάζει από τα μούτρα κυριολεκτικά. Εδώ δεν υπάρχουν οι ταχύτητες του κέντρου της πόλης, εδώ τα πρόσωπα εγγράφονται στον χρόνο πιο προσεκτικά, γιατί οι περατζάδες δεν είναι έντονες και συνεχείς με τον τρόπο της Λεωφόρου.
Παρκάρουμε σε κάτι στενά και ο τόπος θυμίζει επαρχία. Μερικές γάτες σουλατσάρουν αμέριμνες, στα μπαλκόνια στεγνώνουν ασπρόρουχα. Ησυχία. Κι ύστερα, περνάμε την αυλόπορτα ενός μαγαζιού που μοιάζει με σπίτι. Πάνω, μια κιτς επιγραφή α λα 70s «Τα Φιλετάκια» εγγυάται μερακλίδικη σχάρα και πατάτες κομμένες στο χέρι και λεμόνια μεθυστικά από πάνω.
Πίσω στο 1966, ο πατέρας του κυρίου Γιώργου, του σημερινού ιδιοκτήτη, αποφάσισε να ανοίξει ένα μέρος για όσους αγαπούν τα νόστιμα στο στόμα και στην ζωή. Ονομάστηκε έτσι το μαγαζί αφού στην αρχή σέρβιρε μόνο φιλετάκια, πατάτες και σαλάτα. Κράτησε από γενιά σε γενιά και από το 1993 βρίσκεται στο τιμόνι του ο γιος της κυρίας Τασούλας, της αρχηγού των ένθεν και της ψυχής του μαγαζιού.
Η μάνα αυτή δεν έπαψε να δουλεύει αγόγγυστα στο πόστο της. «Δόξα σοι ο Θεός, είμαι ευλογημένη, όλος ο κόσμος να’ναι καλά θέλω», μου είπε. (Κάποτε, τα παλιακά και τα συντηρητικά και τα ξεπερασμένα ηχούν και φαίνονται τόσο λαμπερά, τόσο «μπροστά»)
Έχασε τον άντρα της, τον κύριο Νίκο, πριν δύο χρόνια, οι παλιοί, καλοί θαμώνες όμως διατείνονται ότι ακόμα αισθάνονται την αύρα του στο μαγαζί. Τον χειμώνα υπάρχει φιλόξενη, ζεστή σάλα, όμως όλα τα λεφτά είναι η καλοκαιρινή αυλίτσα, από εκείνες τις πολύτιμες της ποίησης του Γκάτσου, του Λειβαδίτη και του Βάρναλη. Από εκείνες τις τραγουδισμένες σε ζεϊμπέκικα νοσταλγικά. Χαλίκι, κισσοί, δροσερά φυτά-παρηγοριά του θέρους, τραπέζια φιλόξενα.
Ώρα 19:00 και ανάβουν τα κάρβουνα. Είμαστε οι πρώτοι πελάτες; Ποιοι; Ο Μακάριος ο Αβδελιώδης από την ταβέρνα «ο Πειναλέων» κι η αφεντιά μου. Πάω για crash test στα κρέατα και τα συμπαρομαρτούντα με τον αγαπημένο μου ταβερνιάρη της Αθήνας. Έπεται συνάντηση «γιγάντων».
Δύο άνθρωποι, ο Γιώργος κι ο Μακάριος, που πριν ακόμα αποκτήσουν τιμόνι στα μαγαζιά τους, μαθήτευσαν από μπέμπηδες πλάι στους πατεράδες τους. Να φτιάχνουν καφέ, να σερβίρουν, να διαβάζουν τους «νόμους της σάλας», να καλωσορίζουν, να αφουγκράζονται ανάγκες και επιθυμίες. Γεννημένοι, λες, γι’ αυτό το πράγμα.
Συζητούν και τους καμαρώνω. Σκέφτομαι τι θα έχω να λέω στα γεράματά μου, όταν η ταβέρνα, ως θεσμός, μπορεί να ακούγεται σαν κάτι πολύ παλιό και μαγικό. Τα διδακτορικά μου, σκέφτομαι. Και τσιμπολογάω απολαμβάνοντας. Τα μαγαζιά τους επλήγησαν σχετικά αργά μες στην κρίση. Δεν διανοήθηκαν, βλέπετε, να κάνουν παζάρια στην ποιότητα, την προέλευση της ύλης τους, την φροντίδα των πελατών τους.
Μπορεί να μην κερδίζουν όσα πριν είκοσι χρόνια, αλλά επιβιώνουν και με το παραπάνω. Αξιοπρέπεια, μεράκι, αρχοντιά. Οι ταβέρνες τους είναι τα σπίτια τους, η ζωή τους.
Θρύλοι αστικοί και ανείπωτες ιστορίες κατοικούν στα λίγα τετραγωνικά αυτής της μυσταγωγικής αυλής στα Φιλετάκια. Από διάσημους ηθοποιούς και πολιτικούς που έρχονταν βράδια και ξημερώματα για να δροσίσουν την ψυχή τους και να ζεστάνουν το στομάχι τους, μέχρι εξερευνητές κατοίκους της Αθήνας που οσμίζονται το καλό και μένουν σε αυτό πιστοί. Πάντως, όχι και τόσο άνθρωποι της κοντογειτονιάς-αυτό δεν συμβαίνει συνήθως; Ό, τι έχουμε δίπλα μας, το υποτιμούμε. Μάθαμε πως ο «δύσκολος ο δρόμος» κι η «ανάβαση» μας ανταμοίβει σε ομορφιά.
Αν εγώ έμενα εκεί γύρω, θα ήμουν πολύ τακτική, πάντως. Ξεκάθαρα πράγματα!
«Έρχονταν πολύ συχνά ο Μάριος ο Πλωρίτης και η Κάτια Δανδουλάκη, μεταξύ άλλων πολύ γνωστών προσώπων. Από όταν έφυγε ο κύριος Μάριος, δεν έβλεπα τόσο συχνά την κυρία Κάτια. Με πήρε, όμως, τηλέφωνο πριν λίγο καιρό, να δει τι κάνω, πώς πάει το μαγαζί, η οικογένειά μου. Τέτοια σχέση έχουμε, όχι απλά μαγαζάτορα-πελάτη. Γι’ αυτό θα ήθελα να αναφερθώ σε αυτήν και όχι σε κάποιον άλλο. Όλους που έρχονται τους εκτιμώ. Με κάποιους σχετιζόμαστε και πιο ανθρώπινα, αυτό είναι όλο.»
Φρέσκιες σαλάτες με λάδι Μεσσηνίας φίνο σε πρώτο πλάνο. Παραγγείλαμε με τον Μακάριο τις «Κυκλάδες» με ντομάτα, κάπαρη και κατίκι Δομοκού. Ήρθε στο τραπέζι μας με φρέσκο ψωμάκι και την καλύτερη παρέα: λουκανικάκι χωριάτικο, ζουμερό και μοσχοψημένο. Ήπιε το λεμονάκι του κι εμείς τσουγκρίσαμε κρασί λευκό, εκλεκτό.
Στην ταβέρνα παλιά, οι άνθρωποι πήγαιναν για το κρασί. Το φαγητό είχε ρόλο κομπάρσου, όταν και αν. Στα Φιλετάκια, το κρασί είναι άριστο και το φαγητό επίσης.
Πατάτες κομμένες στο χέρι, έκτακτες, αν και τις ήθελα λίγο πιο τραγανές. Μου θύμισαν της γιαγιάς μου και συγκινήθηκα. Από φιλετάκια δεν αφήσαμε τίποτα: κοτόπουλο, χοιρινό και μοσχάρι «αντρεκότ» που θα το ζήλευε κι ο ίδιος ο Βεζενές στην τρυφερότητα, την γεύση και το ψήσιμο.
Δεν το ζητήσαμε medium και ήρθε καλοψημένο. Πρώτη φορά τρώω καλοψημένο μοσχάρι κι είναι τόσο μαλακό! Τα χοιρινά φιλετάκια μούρλια, αλλά δεν με ενθουσίασαν τόσο, όσο το μεστό στην γεύση, υποδειγματικά ψημένο κοτόπουλο.
Παϊδάκια δεν δοκιμάσαμε-αφήσαμε κάτι και για την επόμενη φορά!
Την ονειρεύομαι ήδη αυτή την επόμενη φορά: θα είναι Παρασκευή βράδυ, το μαγαζί θα έχει ζωντανή μουσική (unplugged, σκέτα, ντε) και εγώ θα τρώω παϊδάκια και θα πίνω κόκκινο κρασί, μέχρι να μερακλώσω και να θέλω να τραγουδήσω κάτι.
Λίγο πριν φύγουμε εμείς, οι πρώτοι, κοπιάζουν οι επόμενες φουρνιές. Οικογένειες, ένα ζευγάρι, μια φιλική του μαγαζιού παρέα. Όλους τους καλωσορίζει προσωπικά και διακριτικά, αλλά εγκάρδια ο κύριος Γιώργος, ένας αεικίνητος άνθρωπος με πολλές γνώσεις στο κομμάτι της εστίασης και εμπειρίες ζωής που ενσταλάζει κάθε μέρα στην δουλειά του.
Το σπίτι του, η οικογένειά του, είναι πάνω από το μαγαζί του. Το μαγαζί τους.
«Στην καραντίνα με βοήθησαν πολύ στο κομμάτι του delivery τα δύο μου μεγαλύτερα παιδιά, να’ ναι καλά».
Κι εσείς καλά να είστε, κύριε Γιώργο και ν’ ανταμώνουμε. Έχει ομορφιά και φιλοσοφία η γεύση η σωστή! Δεν χρειάζεται να την βαπτίσουμε γκουρμέ για να μας κάνει να τρώμε με μάτια κλειστά και να γράψουμε ωραία πράγματα.
Σας ευχαριστούμε που συνεχίζετε να δίνετε χρώμα στην γειτονιά με το μαγαζί σας.
Τα Φιλετάκια
Εθνάρχου Μακαρίου 126 & Δράμας, Δάφνη
Tηλ: 2109730682
Πηγή: in.gr (Της Γεωργίας Δρακάκη)
0 Σχόλια