Στην οδό Γεωργίου Σεφέρη 36 στη Δάφνη. (ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ) |
Μια ολόκληρη ελεγεία θα μπορούσε να γράψει κανείς για τις αθέατες αυλές της Αθήνας, τις κρυμμένες, τις εγκαταλελειμμένες, τις άλλοτε θαλερές και θορυβώδεις. Ο χρόνος που περνά φέρνει μαζί του και πολλά κλειδιά ερμηνείας της πόλης, φέρνει γνώση και απόσταση, φέρνει στοχασμό όπως και κόπωση, μερικές φορές και αδιαφορία. Αλλά όσο βαθαίνει η εμπειρία στην ακτινογράφηση της Αθήνας, όχι εκείνη της προθήκης αλλά εκείνη της πίσω όψης, έρχεται στο φως το κοίτασμα μιας παράλληλης πόλης.
Μαζί με τις αυλές αναδύονται ολόκληρες γειτονιές, συνοικίες, αστικές και ημιαστικές συστάδες σπιτιών. Υπάρχουν ολόκληρες τυπολογίες που πρέπει να μελετηθούν. Οπως ο Μεσοπόλεμος στον Νέο Κόσμο, στη Γούβα, στον Αϊ-Γιάννη, στη Δάφνη… ειδικά στην τελευταία, και σε εκείνα τα δρομάκια που ενώνουν τις διαφορετικές γειτονιές, και δεν είσαι σίγουρος αν περπατώντας στη Δάφνη είσαι πλέον στον Αϊ-Γιάννη και από εκεί στον Νέο Κόσμο, αποκαλύπτεται κατά τόπους μια εξαιρετική γαλήνη. Αν βγείτε από τον σταθμό μετρό του Αγίου Ιωάννη και πάρετε τις ανηφοριές προς Δάφνη, θα περάσετε από πολλά δρομάκια με μια αναπάντεχη κλίμακα. Ολα στον ρυθμό του ανθρώπου. Οι σειρές από μονώροφα και διώροφα μαζί με τις μικρές πολυκατοικίες είναι στην περιοχή αυτή ένα ειδικό κεφάλαιο της Αθήνας, μια υπόμνηση ενεργή και εναργής για το τι σημαίνει γειτονιά στο βάθος του αθηναϊκού χρόνου. Ο ίδιος ο λόφος του Αγίου Ιωάννου μάς θυμίζει το ανάγλυφο του αστικού τοπίου, ένας βράχος απρόσμενος με ανοίγματα στην πόλη, ολωσδιόλου απρόσμενα, με θέα στην τραχύτητα αλλά και στην ομορφιά. Και η ομορφιά στα δρομάκια εκεί γύρω, στη Μεσολογγίου, στην Καραϊσκάκη, στην Αλκιβιάδου, στη Σεφέρη, στην Μπουζιάνη, και τόσα ακόμη, είναι άδολη, ανόθευτη, πηγάζει και παραδίδεται ατόφια. Υπήρξαν στιγμές, καθώς ο ήλιος έλουζε προσόψεις ισόγειων κατοικιών του Μεσοπολέμου της Δάφνης, που νόμιζα ότι η Αθήνα ήταν πολύ μακριά. Ο ουρανός ήταν θόλος, ο ήλιος έφτανε χαμηλά, οι σκιές έπεφταν εν κινήσει και ο αέρας έφερνε μια αίσθηση μικρής πόλης. Πόσο χαιρόμουν που περπατούσα εκεί…
Αν παραμείνει κανείς αρκετή ώρα στη γειτονιά, σταδιακά τη νιώθει να ζει μέσα από τη μικροκαθημερινότητά της, τα συναπαντήματα στους δρόμους, τις πόρτες που ανοίγουν και κλείνουν, τα αυτοκίνητα που ξεπαρκάρουν. Ολα είχαν εκείνη την ώρα μια γνησιότητα, έστω γιατί έτσι είχα αποφασίσει να τα δω. Γνήσια, απλά, αβίαστα. Τα μονώροφα σπίτια του Μεσοπολέμου (σε μια σειρά απέναντι από το Μουσείο Μπουζιάνη) δίνουν χαρακτήρα στη Δάφνη, γιατί έχουν μείνει αρκετά. Ορισμένα είναι φροντισμένα με αγάπη. Αλλά εκεί που περπατούσα χωρίς σκοπό στα δρομάκια εκεί γύρω, σταμάτησα στην κόκκινη πόρτα της οδού Σεφέρη 36. Είναι ένα μικρό σπίτι, κλειστό, με την πρόσοψη γυμνή από επίχρισμα, με την πέτρα του ορατή. Αλλά αυτό που προσκαλεί το βλέμμα είναι η τεράστια, ρωμαλέα και κατάφορτη, αυτή την εποχή, λεμονιά που σκιάζει την είσοδο. Είναι ένας πυκνός θόλος διάστικτος από χρυσά σφαιρίδια, έτσι έμοιαζαν από μακριά τα λεμόνια. Και ήταν το ίδιο το σπίτι με τα κόκκινα παντζούρια, μια σταλιά, ένας κύβος, ένα σπιτάκι που άνοιγε εσωτερικά σε αυλή. Και από την πόρτα, κάτω από τους κλώνους της λεμονιάς, έβλεπα αυτή την αυλή, με την κόκκινη ταμπλαδωτή πόρτα, που άνοιγε στο χώμα, με τον αέρα της εξοχής παντού. Και ήταν ένας μικρόκοσμος, μανταλωμένος, ένα ησυχαστήριο, μια παρένθεση ερημίας… Και ήταν αυτή η αυλή, την ώρα εκείνη, μια πύλη μυρωμένη από καρπούς, ξεχασμένη από τον χρόνο.
Νίκος Βατόπουλος - kathimerini.gr
0 Σχόλια