Εκδήλωση τιμής και μνήμης για το Κάστρο του Υμηττού (Αγραίων
47)
θα πραγματοποιήσουν οι Οργανώσεις Δάφνης - Υμηττού του ΚΚΕ - ΚΝΕ και το Παράρτημα Δάφνης - Υμηττού της ΠΕΑΕΑ
- ΔΣΕ,
την Κυριακή 21 Απρίλη στις 12:00 με ομιλητή τον Αλέξανδρο Μπουγά, Γραμματέα της
Τ.Ο. Ανατολικών Συνοικιών της ΚΟ Αττικής.
Παράλληλα θα λειτουργεί
έκθεση με το ιστορικό για τα 80 χρόνια από την απελευθέρωση από τη φασιστική
κατοχή και την Αντίσταση στον Υμηττό και τη Δάφνη στην πλατεία Υμηττού το Σάββατο
13/4 10:30 - 12:30 και την Κυριακή 14/4 18:00 - 20:00 και στην πλατεία
Δημαρχείου στη Δάφνη το Σάββατο 20/4 10:30 - 12:30.
Συμπληρώνονται 80
χρόνια από την ηρωική μάχη και θυσία κατά των φασιστικών δυνάμεων του Δημήτρη
Αυγέρη, 18 ετών, διμοιρίτη του 2ου λόχου του ΕΛΑΣ Υμηττού και
ιδρυτικό μέλος της ΕΠΟΝ Υμηττού. Κώστα Φολτόπουλο, 17 χρόνων, μαχητή του 2ου
Λόχου του ΕΛΑΣ Υμηττού. Θάνο Κιοκμενίδη, 17 χρόνων, μαχητή του 2ου Λόχου ΕΛΑΣ
Υμηττού.
Η μάχη διεξήχθη σε ένα
μικρό σπίτι στην Αθήνα, στα σύνορα Υμηττού και Γούβας στην οδό Αγραίων. Το
σπιτάκι αυτό έμελλε να μείνει ένα άσβεστο μνημείο της σύγχρονης ελληνικής
ιστορίας, γνωστό ως το «Κάστρο του Υμηττού».
Το χρονικό της μάχης
στις 28 Απριλίου 1944 στην οδό Αγραίων (από την μπροσούρα «Εμπρός επονίτες!..»
- ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΤΟΥ ΥΜΗΤΤΟΥ).
Δεν είχε ακόμα
καλοξημερώσει και η συνοικία αναστατώθηκε από την τρομερή είδηση: «Ήρθανε οι
γερμανοί και τσολιάδες! Μας κάνουν μπλόκο».
Από στόμα σε στόμα, από
σπίτι σε σπίτι το φοβερό μαντάτο απλώσε σε όλη τη γειτονιά.
Έκλεισαν οι γυναίκες με
βία τα παραθύρια και οι άντρες μαζεύτηκαν στη γωνιά καρτερώντας με παγωμένη την
ψυχή το πρόσταγμα του θανάτου τους... Μα οι επιδρομείς είχαν άλλο σκοπό.
Έστησαν τα πολυβόλα τους στο
ύψωμα. Έπιασαν τους γύρω δρόμους και βάδιζαν απ'όλες τις μεριές προς το σπίτι
που βρίσκονταν τα τρία παιδιά. Σε λίγο το προδομένο σπίτι βρέθηκε κυκλωμένο και
από το ύψωμα ακούστηκε η φωνή ενός αξιωματικού των τσολιάδων .
«Παραδοθείτε τομάρια
γιατί διαφορετικά θα σας κάψουμε».
Μια κρύα ανατριχίλα
πέρασε τη γειτονιά. Ένιωσε τι θα γινόταν και βόγγηξε σύσσωμη. «Πάνε τα παιδιά
μας», είπαν οι γριές και σταυροκοπήθηκαν. «Θα τα πιάσουν ζωντανά και τότε
αλίμονο», είπαν οι γέροι και ζάρωσαν πιο πολύ στην άκρη τους.
Πέρασαν μερικά
δευτερόλεπτα, λίγες στιγμές αγωνίας και ύστερα ακούστηκε από μέσα η απάντηση.
Ήτανε μία ριπή με αυτόματο.
Λύσαξαν οι
γερμανοτσολιάδες και χύμηξαν πάνω στο σπίτι - φρούριο.
Η μάχη άρχισε.
Η ώρα δεν ήτανε 8.
Έριχναν οι διακόσιοι πολιορκητές βροχή το καυτό σίδηρο πάνω στο σπίτι με τους
όλμους και τα πολυβόλα τους, και από μέσα τους απαντούσαν οι τρείς υπερασπιστές
του με τις χειροβομβίδες και τα λίγα όπλα που κρατούσαν στα χέρια τους. Κάθε προσπάθεια
που έκαναν οι επιδρομείς για να πλησιάσουν πνιγότανε στο αίμα. Άγρια και
τρομερή συνεχιζόταν η μάχη ως την ώρα που ο ένας ήρωας, ο Φολτόπουλος,
χτυπήθηκε και έγειρε νεκρός στο πάτωμα. Χτυπόυσαν οι δυο λεβέντες με ακόμα
μεγαλύτερο μίσος.
Το ζεστό αίμα του
συντρόφου τους πούτρεχε δίπλα τους, τους άναψε ακόμα περισσότερο τη φλόγα της
αντίστασης τους. Οι όλμοι τρύπησαν τους τοίχους του σπιτιού και το πάτωμα πήρε
φωτιά, μα οι επονίτες ακόμα πολεμούσαν. Και όταν είδανε πως τα πυρομαχικά τους πλησιάζουν
στο τέλος, έπιασε ο ένας τη γωνιά για να καταστρέψει τον οπλισμό και ο άλλος
συνέχιζε τη μάχη.
Σε λίγο έπεσε και ο
Κιοκμενίδης.
Και έμεινε μόνος μέσα
στις φλόγες που τον ζώσαν από παντού, ο Αυγέρης, για να πολεμήσει με διακόσια
θεριά. Δεν κιότεψε. Συνέχισε να ρίχνει. Τραυματίστηκε μα πάλι η μάχη δεν
σταμάτησε.
Πέρασε το μεσημέρι και
το σπίτι - κάστρο εξακολουθούσε να αντιστέκεται. Κατά τις τρείς και μισή το
απόγευμα, ύστερα από 9 ώρες μάχη, οι γυναίκες τις γειτονιάς, που
παρακολουθούσαν μέσα από τις γρίλιες τη γιγαντομαχία, είδαν να βγαίνει
τρικλίζοντας ο Δημήτρης. Και άκουσαν μέσα στο χαλασμό τη βροντερή φωνή του που φώναζε στους φασίστες:
«ΣΑΣ ΝΙΚΗΣΑΜΕ
ΤΕΡΑΤΑ!...». Κάτι ακόμα θέλησε να φωνάξει μα δεν πρόλαβε. Μια ριπή τον έριξε
κάτω.
Το σπίτι σίγησε...
Έτρεξαν τότε οι Γερμανοί για να μετρήσουν τους σκοτωμένους και να πιάσουν αιχμαλώτους που τους υπολόγιζαν σε κάμποσες δεκάδες. Μα σαν βρέθηκαν μπροστά στα τρία νεκρά παιδιά, έσκυψαν το κεφάλι αμίλητοι. Φόρτωσαν γρήγορα στα αυτοκίνητα τα πτώματα των παιδιών και τα δικά τους κουφάρια κι έφυγαν. Έφυγαν νικημένοι, για πάντα ντροπιασμένοι.
0 Σχόλια